- ἐνδοξότης
- ἐνδοξ-ότης, ητος, ἡ,II as a honorific address, Just.Nov.41 Pr., Sammelb.4736.1, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνδοξότης — distinction fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότητα — ἐνδοξότης distinction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότητι — ἐνδοξότης distinction fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότητος — ἐνδοξότης distinction fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδοξότητα — η (AM ἐνδοξότης) η ιδιότητα τού ένδοξου μσν. (ως τιμητικός τίτλος) «ἡ ὑμετέρα ἐνδοξότης» … Dictionary of Greek